επαργεμος

επαργεμος
    ἐπάργεμος
    ἐπ-άργεμος
    2
    1) имеющий бельмо на глазу или подслеповатый (sc. ζῷον Arst.)
    2) темный, непостижимый, сокровенный
    

(θέσφατα, σήματα Aesch.)

    ἐπαργέμους λόγους τιθέναι Aesch. — говорить неясно или обиняками


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "επαργεμος" в других словарях:

  • επάργεμος — ἐπάργεμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει άργεμο, δηλ. λευκή κηλίδα στο μάτι, τυφλός 2. σκοτεινός, ασαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άργεμον «λευκή κηλίδα στο μάτι»] …   Dictionary of Greek

  • ἐπάργεμος — having a film over the eye masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπάργεμον — ἐπάργεμος having a film over the eye masc/fem acc sg ἐπάργεμος having a film over the eye neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαργέμοις — ἐπάργεμος having a film over the eye masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαργέμοισι — ἐπάργεμος having a film over the eye masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαργέμους — ἐπάργεμος having a film over the eye masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπάργεμα — ἐπάργεμος having a film over the eye neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιπαλός — ή, όν, ΜΑ 1. μύωπας, κοντόφθαλμος 2. δύσμορφος, άσχημος 3. (κατά τον Ζωναρ.) «χαλεπός, ἀκάθαρτος, ἄμορφος» 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπάργεμος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με σιφλός* και εμφανίζει επίθημα αλός* (πρβλ. απ αλός)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»